κοκκίν

κοκκίν
κοκκίς
scarlet slippers
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θαμπάδι — το το θάμπωμα, το θάμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδι* (πρβλ. γλυκ άδι, κοκκιν άδι)] …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μαυράδι — το (Μ μαυράδι) μικρό μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα νεοελλ. φρ. «το μαυράδι τού ματιού» η κόρη τού ματιού μσν. καμένο μέρος («λοιπὸν πηγαίνω στὸ βουνὶν ὁπού ναι τὸ μαυράδι», Γαδ. διηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. άδι (πρβλ. κοκκιν άδι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεραΐλα — η 1. ανομβρία, ξηρασία 2. ξηρότητα 3. αφορία, έλλειψη βλάστησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρα + κατάλ. ίλα (πρβλ. κοκκιν ίλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”